πειραστικός

πειραστικός
-ή, -όν, Α [πειράζω]
1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική»
(ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής διαλεκτικής, δηλ. η τέχνη να εξάγει κάποιος ψευδές συμπέρασμα με βάση την άγνοια αυτού που προβάλλει έναν ισχυρισμό, κατά τον Αριστοτέλη
3. φρ. «πειραστικὸς διάλογος» — είδος τών πλατωνικών διαλόγων, στο οποίο υπάγονται, κατά τη διάκριση τού Θρασύλλου, ο Ευθύφρων, ο Θεαίτητος, ο Μένων, ο Ίων.
επίρρ...
πειραστικῶς ΜΑ
δοκιμαστικώς
μσν.
με τρόπο πειραχτικό, πειραχτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πειραστικός — fitted for trying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικώτερον — πειραστικός fitted for trying adverbial comp πειραστικός fitted for trying masc acc comp sg πειραστικός fitted for trying neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῶν — πειραστικός fitted for trying fem gen pl πειραστικός fitted for trying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικόν — πειραστικός fitted for trying masc acc sg πειραστικός fitted for trying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικαῖς — πειραστικός fitted for trying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικοί — πειραστικός fitted for trying masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικοῦ — πειραστικός fitted for trying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικούς — πειραστικός fitted for trying masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῆς — πειραστικός fitted for trying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῇ — πειραστικός fitted for trying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”